- πολύπτυχος
- η , ο [ος , ον ]1) складчатый (о горах и т. п.); 2) имеющий множество складок (об одежде и т. п.); 3) неровный, пересечённый (о местности)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολύπτυχος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπτυχος — η, ο / πολύπτυχος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλές πτυχές 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτυχο (παλαιογρ.) (στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη) μικρές ξύλινες πινακίδες με επίστρωση στις επιφάνειές τους φυτικής ρητίνης ή άλλης ύλης συνενωμένες σε βιβλίο … Dictionary of Greek
πολύπτυχος — η, ο αυτός που έχει πολλές πτυχές: Πολύπτυχο φόρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύπτυχον — πολύπτυχος of masc/fem acc sg πολύπτυχος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπτύχοιο — πολύπτυχος of masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπτύχοις — πολύπτυχος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπτύχοισι — πολύπτυχος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπτύχου — πολύπτυχος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπτύχους — πολύπτυχος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπτύχων — πολύπτυχος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπτυχα — πολύπτυχος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)